Sunday, March 15, 2009

Μια βόλτα

Στοίχιση  στο  κέντρο





Είχα την τύχη χθες να παρακολουθήσω μια ξενάγηση στου Ψυρρή. Η ξεναγός εκπληκτική. Με γνώσεις πολύπλευρες και σε βάθος, με χιούμορ και πολλή αγάπη για την πόλη. Αισθάνομαι πάρα πολύ τυχερή που την άκουσα. Η ξενάγηση σουρεάλ. Πλην κάποιων εξαιρέσεων αφορούσε μνημεία ανύπαρκτα πλέον.

Έτσι, ένα πάρκινγκ ανάμεσα σε παλιές πολυκατοικίες, που στους πλαϊνούς τυφλούς τοίχους έχει μείνει η σκιά του παλιού αρχοντικού των Μακρήδων ζωγραφισμένη με γκραφίτι σε όλες τις αποχρώσεις του λαχανί, είναι το σήμερα του σπιτιού που έμενε η Κόρη των Αθηνών. Η Τερέζα του Μπάιρον, που αφού την εξέθεσε καλά καλά, μετά την άφησε στο έλεος της κακογλωσσιάς του κόσμου. Έρωτας κι αυτός να σου πετύχει.

Σκιές που έχουν μείνει μόνο στα ονόματα των οδών. Κάπου από κει πέρασε κι έπινε μέχρι τελικής πτώσεως ο Παπαδιαμάντης, ήρωες της επανάστασης, κουτσαβάκηδες και μόρτηδες, μια Αθήνα αλλιώτικη που κάτι υποψιάζεσαι μεν αλλά όταν μαθαίνεις γι’ αυτήν κάτι σε πιάνει. Κάπως σαν να απαλύνεται η απογοήτευση για το χάλι μόνο και μόνο επειδή μεγαλώνει η αγάπη σου για την πόλη. Κι όχι πως ανακαλύπτω τον τροχό αλλά υπογραμμίστηκε πάλι η συνέχεια των ανθρώπων. Αυτή η απαλή και φυσική και λογική και αναπόφευκτη και μαγική και απρόβλεπτη όσο και προβλεπόμενη αλυσσιδωτή συνέχεια των ανθρώπων, όσο κι αν η αφήγηση της ιστορίας συνηθίζει να κόβει το χρόνο σε τεμάχια και εποχές.

Όταν φτάνεις στην Ευριπίδου στρίβοντας εκεί αριστερά από τη Σαρρή στη Μενάνδρου, παθαίνεις λίγο. Ναι…

Περνάω από κει, όχι πολύ συχνά μα περνάω, γιατί μου αρέσει πολύ να ψωνίζω φαγώσιμα, που δεν ξέρω ούτε το όνομά τους και τις πιο πολλές φορές δεν καταφέρνω να φάω γιατί δεν ξέρω πώς να τα μαγειρέψω σωστά. Όμως, αλλάζει συνέχεια η φυσιογνωμία και η ατμόσφαιρα. Όσο πάει βαραίνει ή ίσως απλά εγώ να την ένοιωσα έτσι χθες, παρόλο που το έργο το έχω ξαναδεί και το ακούω συνέχεια.

Στη γωνία εκεί αριστερά Ευριπίδου και Μενάνδρου, Σάββατο πρωί και ηλιόλουστο, παιδιά διπλωμένα στη χαύνωση με σύριγγες πεταμένες γύρω τους σωρό, κι ένας ετοιμάζεται πυρετωδώς να ακολουθήσει τους υπόλοιπους. Σταμάτησα σαν από κει και πέρα να είναι άλλος ο κόσμος. Ήμουν πολύ αλλού μέχρι εκείνη την ώρα. Σαν να άνοιξε χαραμάδα, σαν να πέρασα σύνορα, σαν να κοίταξα από το παράθυρο που ανοίγεται στο μήκος του δρόμου ανάμεσα στην αριστερή και δεξιά πλευρά των παλιών σπιτιών της Μενάνδρου. Και παραείμαστε φαίνεται χαρωποί χρωματιστοί και παρασυρμένοι στη βόλτα μας γιατί πλησιάζει ένα παιδί με βλέμμα θολό και ευθύ και ρωτάει. Εσείς τι είστε. Τι είμαστε. Καλή ερώτηση.

Δυο βήματα πιο πάνω κάτι που ποτέ μα ποτέ δεν είχα ξαναδεί και δεν ήξερα και φτου μου. Ο Άγιος Γιάννης της Κολώνας. Η πιο παλιά εκκλησία της Αθήνας. Χτίστηκε το 565 μχ στη θέση ενός ναού αφιερωμένου στον Τόξαρι, που ήταν ένας Σκύθης γιατρός που του χρώσταγαν πολλά οι Αθηναίοι. Εν πάσει περιπτώσει ο μικρουλικότατος αυτό ναός χτίστηκε γύρω από τον ένα εναπομείναντα κίονα του αρχαίου ναού (και κατά πάσα πιθανότητα τον έσωσε) που είναι όπως καταλαβαίνετε μεγάλος σαν κίονας που σέβεται τον εαυτό του. Ξετρυπώνει λοιπόν ο κίονας πολύ πάνω από τη στέγη του ναού.

Μιλάμε για πολύ φουτουριστική και ότι να ’ναι εικόνα, από αυτές που δεν γίνεται θα σε κάνουν να χαμογελάσεις με την ψυχή σου και να το ευχαριστηθείς εντελώς. Ο Τόξαρις θαυματουργός ήταν, θαυματουργή και η κολώνα του και η παράδοση λέει και τηρείται κατά πως φάνηκε μέχρι σήμερα, πως αν δέσεις την αρρώστια σου με χρωματιστή κλωστή και την κολλήσεις με κερί γύρω από τον κίονα, με το χρώμα της κλωστής να είναι το χρώμα της αρρώστιας σου, τότε η σύμπραξη αγίων του ναού (αρχαίου και νεότερου) θα την κρατήσουν δεμένη εκεί και θα φύγει από πάνω σου.

Έχει καθαριστεί ο κίονας από τους αρχαιολόγους όπως είναι αναμενόμενο και πρέπον βέβαια αλλά πάντως υπάρχει μια κλωστή δεμένη γύρω από τον κίονα ακόμα και σήμερα. Δέθηκε μάλλον μετά τον πρόσφατο καθαρισμό του κίονα. Μια αλυσσίδα που δεν έχει σπάσει.