Saturday, March 25, 2006

Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη...


...δώσ'της κλώτσο να γυρίσει
παραμύθι ν'αρχινήσει...

Ήταν μια φορά ένας άνθρωπος
ήσυχος πολύ και ξαρμάτωτος.
Είχε σπίτια και λιβάδια
και κοπάδια και σκυλιά
κι ένα δίχτυ που ‘πιανε πουλιά.
Είχε κρύα βρύση στον κήπο του
μαύρο κυπαρίσσι στον ύπνο του.

Μια γυναίκα αγαπούσε
που τραγούδαγε συχνά
και μιλούσε πάντα σιγανά.
Δεν κατάλαβε πώς την έσφαξε
κι ό,τι αγαπούσε το έκαψε,
τα λιβάδια, τα κοπάδια,
τα τραγούδια, τα φιλιά
και κανείς δεν έβγαλε μιλιά.

Στάθηκε μπροστά στα χαλάσματα
κι έβαλε Θεέ μου τα κλάμματα.
- Να ‘χα σπίτι και γυναίκα
και κοπάδια και σκυλιά
κι ύστερα τον πήραν τα πουλιά.

θα μπορούσε να είναι και με ευτυχισμένο τέλος

Τ' άσπρα χαλικάκια
εκείνου του μικρούλη
του κοντορεβιθούλη
ποιος πρώτος θα τα βρει;
Στους δρόμους σκορπισμένα
για σένα και για μένα
κι όποιος πρώτος τα βρει
στο κάστρο αυτός θα μπει.
Στο κάστρο είναι κλεισμένη
χρόνους εκατό
η ωραία κοιμωμένη
κι ένα μυστικό.
Μάγισσα το κρατάει
δράκοντας το φυλάει
στο κάστρο πώς θα μπω;
Πες μου το μυστικό,
αχ πες μου το μυστικό.
Κάποιος π' όλα τα ξέρει
ψηλά στον Υμηττό
συνάντησ' ένα βράδυ
κρυφά το μυστικό.
Ωραία κοιμωμένη
στ' αλήθεια σ' αγαπώ
δείξε μου εσύ το δρόμο
και θάρθω να σε βρω.
Το μόνο της ζωής μου
ταξίδι είσαι εσύ,
κοντεύω τα σαράντα
κι ακόμα είμαι παιδί.
Μάγισσα το κρατάει
δράκοντας το φυλάει
στο κάστρο πώς θα μπω;
Πες μου το μυστικό,
αχ πες μου το μυστικό.

κι ας είναι και μετά από περιπέτειες

Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·

και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,
του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν
σ' μιά Κόρη κ' έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι
σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι
Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα,

ας έρθει για ν' αφουκραστεί ό,τ' είν' εδώ γραμμένα·
να πάρει ξόμπλι κι αρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνει
πάντα σ' αμάλαγη Φιλιάν, οπού να μην κομπώνει.
Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά του Πόθου του ξετρέχει,
εις μιάν αρχή α' βασανιστεί, καλό το τέλος έχει.

Αφουκραστείτε, το λοιπόν, κι ας πιάνει οπού'χει γνώση,
για να κατέχει κι αλλουνού απόκριση να δώσει.
Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν,
κι οπού δεν είχε η Πίστη τως θεμελιωμένη ρίζαν,
τότες μιά Aγάπη μπιστική στον Kόσμο εφανερώθη,

κ' εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδεποτέ τση ελιώθη.

κι ότι του αρέσει καθενός εύχομαι να το ζήσει
αυτός καλά
κι εμείς καλύτερα.