Saturday, February 10, 2007

Παιδιά (Update)

Κάποιες σκέψεις που είπα να παραθέσω μετά από συζήτηση και την καλοπροαίρετη παραίνεση φίλου να γίνομαι λίγο πιο σαφής αν δεν θέλω να φαίνεται πως απλά γεμίζω τις σελίδες.




Οι φωτογραφίες αυτές τραβήχτηκαν σε διαφορετικές στιγμές και διαφορετικούς χώρους. Η επιλογή για την ταυτόχρονη παρουσίασή τους έγινε με βάση αφενός το κοινό τους θέμα αλλά και την απόπειρα αφήγησης μέσα από αυτές μιας ιδέας που γεννήθηκε με την συν-παράθεσή τους. Τι εννοεί ο ποιητής λοιπόν;

Η ανάγνωσή τους μπορεί να γίνει οριζοντίως και καθέτως. Όπως είπε και ο κολλητός μου, σαν ένα είδος σταυρόφωτου (κατά το σταυρόλεξο).

Η πρώτη είναι η απεικόνιση του ιδανικού για διαφημίσεις παιδιού. Γλυκύτατο ύφος, τεράστια μάτια (πού να βλέπατε και το χρώμα τους), τεράστιες βλεφαρίδες, μάγουλα φουσκωτά, θα μπορούσε να αποτελέσει και μοντέλο για κούκλα παιχνίδι, λαχταριστό απόκτημα. Είναι το κέντρο του κόσμου της και το νοιώθει. Ανταμείβει δε και με το παραπάνω αυτόν τον κόσμο που αναπνέει γι’αυτήν.

Στη δεύτερη απεικονίζονται δυο αγαπημένες ανιψιές. Κοντινές σε ηλικία, ταυτίζονται απόλυτα όταν συναντιούνται, αλλά το μόνο κοινό μεταξύ τους είναι ότι είναι οι βενιαμίν των οικογενειών τους με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Χαρακτήρες εντελώς διαφορετικοί, η μια είναι ένα έντονο σαρωτικό πλάσμα, μεγαλωμένο σε μια οικογένεια μεγάλων - οι δυο αδερφές της είναι στο πανεπιστήμιο να σκεφτείτε - απολαμβάνει τρεις μαμάδες που τη λαχταράνε και ένα μπαμπά χεσμένο από την ευτυχία του μέσα στο υπέροχο χαρέμι του. Ανοίγει το στόμα της και βγαίνουν λόγια χωρίς ηλικία, ένα απίστευτο μίγμα παιδικότητας και αφελούς σοφίας.
Η άλλη ανιψιά είναι αερικό. Ένα πλάσμα διάφανο στην κατασκευή και στο χαρακτήρα, δεν μιλάει σε κόσμο, χαμογελάει μόνο. Διαπίστωσα έκπληκτη μια μέρα που την άκουσα να κελαηδάει σαν γαλιάντρα στην αγκαλιά του παππού της, ο οποίος ξέρει όλα της τα μυστικά, πως εγώ δεν ήξερα τη φωνή της και ίσως να πίστευα πως είναι κάποιο βουβό ξωτικό. Παίζει δε απίθανο πιάνο. Στη συνύπαρξή τους οι δυο μικρές και στους αναπόφευκτους ανταγωνισμούς τους νικάει κατά κράτος η πρώτη, κι ας είναι και λίγο πιο μικρή. Δύσκολο να την πείσεις να βγει φωτογραφία, για το ξωτικό μιλώ – η άλλη ποζάρει ακούραστα –, ξαφνιάστηκα όταν είδα πως στη φωτογραφία που κατάφερα να τραβήξω είχε βγει επίσης διάφανη.

Στην τρίτη είναι η Ζ. Μαθήτριά μου κάποια χρονιά στο γυμνάσιο, είναι λίγο, πολύ λίγο μεγαλύτερη από τις ανιψιές. Η Ζ. είναι από τη Σιέρα Λεόνε, παιδί μεγάλης οικογένειας που χωρίστηκε για να τα βγάλει πέρα. Ήταν πάντα αποκομμένη από τους συμμαθητές της, αν και το ενενήντα τοις εκατό των μαθητών ήταν μετανάστες από διάφορες χώρες, και ίσως θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς πως περνούσαν παρόμοιες δυσκολίες. Η Ζ. χαμογελούσε σπάνια (δηλαδή υποθέτω πως χαμογελούσε γιατί δεν φέρνω στο μυαλό μου παρά ελάχιστες στιγμές που έσπαζε η σοβαρότητά της σε χαμόγελο, κι αυτό μόνο στις κατ’ ιδίαν μας συζητήσεις). Οι οποίες δεν ήταν πολλές και γίνονταν μετά από πολλές προσπάθειες από μέρους μου. Η Ζ. έφυγε στην Αμερική κάποια στιγμή, γεμάτη ελπίδα. Κρατώ πολύτιμο ενθύμιό της τη ζωγραφιά που μου χάρισε φεύγοντας, με μένα στην έδρα, χρωματισμένη με καφετί μπογιές και πολύχρωμα παιδιά γύρω μου.

Αυτά όσο αφορά το οριζοντίως.

Για το καθέτως μιλούν τα μάτια μόνα τους. Παιδιά που μεγαλώνουν σε ασφάλεια και η παιδικότητά τους χαρίζεται απλόχερα, αν και μεγαλώνοντας το χαμόγελο και το βλέμμα γίνονται πιο περίπλοκα ίσως, όσο περίπλοκοι γινόμαστε μεγαλώνοντας. Η Ζ. δεν την έχει. Στη φωτογραφία είναι δώδεκα χρονών.