Με αφορμή σχόλιο από τα Μεθυσμένα χρώματα τις προάλλες, έβαλα σε λόγια την αίσθηση της συνειδητοποίησης, την αίσθηση ότι αντιλαμβάνομαι βαθιά, όσο γίνεται για κάποιον που η ζωή του είναι άλλη και αλλού και είναι έξω απ’το χορό, κάποια σημαντικά γεγονότα ή καταστάσεις, μέσω της απόδοσής τους καλλιτεχνικά. Χθες η ταινία που είδα μου έφερε στο μυαλό την πρώτη φορά που ένοιωσα έτσι. Ο ελληνικός τίτλος της ταινίας είναι «Σεράγεβο σ’αγαπώ». Όπως είναι φανερό, έχει να κάνει με τη Βοσνία. Τη Βοσνία του σήμερα, κάποια χρόνια μετά τον πόλεμο, κι αφού στις ειδήσεις δεν ακούμε πια τίποτα γι’αυτήν. Ίσως γιατί έχουν λείψει οι θεαματικές εικόνες.
Πριν χρόνια λοιπόν, καλοκαίρι του ’96 (πώς πέρασαν Θέ μου, σαν το νερό) βρισκόμουν στο Εδιμβούργο, την περίοδο του θερινού του ετήσιου Φεστιβάλ. Είχα γνωρίσει μια Πολωνέζα η οποία διάλεξε μια παράσταση που επέμενε – ευτυχώς - να δούμε, με την υπόσχεση να μου κάνει το διερμηνέα. Στο καλό μας το διαδίκτυο βρήκα μετά από τόσα χρόνια στοιχεία για την
παράσταση (τι σου είναι…)
Ο αδελφός μου σπούδαζε στο Σεράγεβο, πρόλαβε να πάρει το πτυχίο του και να φύγει μόλις λίγες μέρες πριν ξεσπάσει το κακό και μου μιλούσε με πολλή ταραχή και συναισθηματική φόρτιση για την περίοδο που προηγήθηκε, αλλά και για την αγωνία του που άφηνε ανθρώπους πίσω που αγάπησε όσα χρόνια ήταν εκεί. Στην τηλεόραση οι εικόνες καταιγιστικές. Όσο όμως και να στεναχωριόμουν, αισθανόμουν αποστασιοποιημένη. Μέχρι την παράσταση. Ήταν τόσο άμεσα δοσμένα όλα, τόσο απλά και ταυτόχρονα ιδιοφυή σε σύλληψη που δεν μπορούσα παρά να νοιώσω την ιστορία στο πετσί μου.
Θα δώσω λίγα μόνο στοιχεία. Η παράσταση δόθηκε στην αυλή ενός παλιού, μαυρισμένου κτιρίου. Η σκηνή ένα παραλληλόγραμμο μακρύ, απλά σχηματισμένο με χαλίκια στο έδαφος, οι θεατές καθισμένοι κατάχαμα, σε δυό σειρές όλες όλες, γύρω γύρω, ακριβώς στα όρια της σκηνής. Λόγια λίγα. Μόνο εικόνα, ήχος, παιχνίδια με το φως και το σκοτάδι και… μυρωδιές. Καπνού, σαπίλας, αίματος. Φιγούρες του Χάρου και Δημίων να αλωνίζουν πάνω σε τεράστια ξυλοπόδαρα, κραδαίνοντας στυλιάρια, μαύρες σημαίες, δρεπάνια. Τα θύματα: ηθοποιοί στο ίδιο επίπεδο με το θεατή. Ήθελες να τρέξεις να τους πάρεις από κει.
Δεν χρειάστηκε καμιά διερμηνεία. Φεύγοντας έκλαιγα με λυγμούς, ντρεπόμουν φρικτά που μου συνέβαινε δημόσια αυτό, αν και πολλοί ήταν συγκλονισμένοι, ήθελα να κρυφτώ, προσπαθούσα να ελέγξω τον εαυτό μου απεγνωσμένα και δεν μπορούσα. Ακόμα το θυμάμαι και ντρέπομαι λίγο. Η φίλη μου περπατούσε πλάι μου με το κεφάλι σκυφτό. Δεν έλεγε τίποτα. Είχε καταλάβει. Όπως είχα καταλάβει κι εγώ. Τί σήμαινε όλο αυτό που είχε συμβεί κάποια χιλιόμετρα πιο βόρεια. Και χθες, είδα τη συνέχειά του. Και με απλό τρόπο κατάλαβα.
Η μεσαία ταινία ήταν Νορβηγική. «Ένας διαφορετικός άνθρωπος» ο τίτλος. Θα πείτε, τι έγινε εδώ, σαν πολύ έθνικ. Απλά έτυχε. Άλλη ιστορία κι αυτή. Η αποξένωση και η ρηχότητα σε μια χώρα που τα πιο πολλά προβλήματα είναι λυμένα.. Για να γεννηθούν άλλα. (πώς μου φάνηκε κάπως σαν πολυτέλεια αυτό το θέμα μετά τη χθεσινή ταινία και την ανάμνηση της παράστασης – άδικα ίσως, μα λίγο, μόνο λίγο – αλλά πάλι - σαν νά’χαν τελειωμό τα βάσανα και τα πάθια του κόσμου).
Και τα ερεθίσματα, οι προβληματισμοί, τόσο διαφορετικοί για τους δημιουργούς. Που αν έχουν κάτι να πουν, απλά το λένε. Και αν είσαι τυχερός να συναντήσεις το έργο τους, κάτι ανοίγεται μέσα σου. Και νοιώθεις. Και παίρνει μπροστά καρδιά κι εγκέφαλος. Έτσι. Για να μην ξεχνιόμαστε.
Πολύ μίλησα. Η Αρτάνις φταίει που μ’έσπρωξε. Εγώ καλά καθόμουν ως τώρα.
Η φωτογραφία, απ'το Βορρά, μόλις περσινή.
Το movieworld καλά τα λέει για τις ταινίες, για όποιον θά'θελε λεπτομέρειες.