Τα μεσάνυχτα βγήκαν οι καλικάντζαροι.
Είναι ο πιο αγαπημένος μου μύθος σχετικά με την περίοδο των Χριστουγέννων, πιθανότατα γιατί ως μικρά και εύπιστη παιδίσκη μπέρδευα, φυσικά, πολύ τους μύθους με την πραγματικότητα και ήμουν βέβαιη (ακόμα είμαι τρόπον τινά) πως καλικάντζαρους έχω δει.
Στο χωριό που δούλευε η μητέρα μου ζούσαμε σε ένα σπίτι παλιό, όλο κρυψώνες, μια σκέτη φρίκη δηλαδή αν τυχόν και διψούσες ή ήθελες να πας στην τουαλέτα το βράδυ. Παραμονή Χριστούγεννα ξύπνησα την καημένη την ξαδέρφη μου, γιατί κάτι άκουγα και ήθελα να δω, γύρω στα δώδεκα εκείνη, γύρω στα τρία εγώ. Βγήκαμε στο διάδρομο και, ναι, ήταν εκεί. Τους είδαμε ολοκάθαρα να στέκονται πίσω από τη τζαμένια πόρτα της εισόδου, κοντούς και παραμορφωμένους, με σκούφους στο κεφάλι και σκοτεινά, παραφουσκωμένα κουρέλια στο σώμα. Ούρλιαζαν έξω από την πόρτα και χτυπούσαν κάτι που σου τρύπαγε τα αυτιά. Τα δικά μας ουρλιαχτά, ευτυχώς, τους έτρεψαν σε άτακτο φυγή.
Κατοπινές εξηγήσεις, πως δήθεν ήταν παιδιά που βγήκαν νυχτιάτικα να πουν τα κάλαντα, απορρίφθηκαν ως ανεπαρκείς.
Χρόνια αργότερα, ο μαθητής μου ο Χρήστος, ετών επτά, μου θύμισε πολύ τον εαυτό μου όταν, αφού με έβαλε να του ορκιστώ πως θα του πω την αλήθεια, γιατί αν δεν του την πω εγώ που είμαι δασκάλα του ποιος θα του την πει, και, σας παρακαλώ κυρία, με ρώτησε, υπάρχει άγιος Βασίλης; κι εγώ τα μάσησα βέβαια, τι να του πω που να μην γυρίσει τον ουρανό του ανάποδα, και με διάφορες γαρνιτούρες του εξήγησα, πως μάλλον δεν υπάρχει, κι εκείνος:
«Μα τι λέτε κυρία. Αφού εγώ πέρσι άκουσα τα κουδουνάκια του.»
Ναι, έτσι ακριβώς,. Εντάξει λοιπόν. Κι εγώ, ναι, καλικάντζαρους έχω δει.
Και για του λόγου μου το αληθές, σας παραθέτω μια φωτογραφία καλικάντζαρου, ενός δεινού κλέφτη κουραμπιέδων, τραβηγμένη στον Ψηλορείτη, παραμονές Χριστουγέννων, δυό χρόνια πριν, ακριβώς.
Είναι ο πιο αγαπημένος μου μύθος σχετικά με την περίοδο των Χριστουγέννων, πιθανότατα γιατί ως μικρά και εύπιστη παιδίσκη μπέρδευα, φυσικά, πολύ τους μύθους με την πραγματικότητα και ήμουν βέβαιη (ακόμα είμαι τρόπον τινά) πως καλικάντζαρους έχω δει.
Στο χωριό που δούλευε η μητέρα μου ζούσαμε σε ένα σπίτι παλιό, όλο κρυψώνες, μια σκέτη φρίκη δηλαδή αν τυχόν και διψούσες ή ήθελες να πας στην τουαλέτα το βράδυ. Παραμονή Χριστούγεννα ξύπνησα την καημένη την ξαδέρφη μου, γιατί κάτι άκουγα και ήθελα να δω, γύρω στα δώδεκα εκείνη, γύρω στα τρία εγώ. Βγήκαμε στο διάδρομο και, ναι, ήταν εκεί. Τους είδαμε ολοκάθαρα να στέκονται πίσω από τη τζαμένια πόρτα της εισόδου, κοντούς και παραμορφωμένους, με σκούφους στο κεφάλι και σκοτεινά, παραφουσκωμένα κουρέλια στο σώμα. Ούρλιαζαν έξω από την πόρτα και χτυπούσαν κάτι που σου τρύπαγε τα αυτιά. Τα δικά μας ουρλιαχτά, ευτυχώς, τους έτρεψαν σε άτακτο φυγή.
Κατοπινές εξηγήσεις, πως δήθεν ήταν παιδιά που βγήκαν νυχτιάτικα να πουν τα κάλαντα, απορρίφθηκαν ως ανεπαρκείς.
Χρόνια αργότερα, ο μαθητής μου ο Χρήστος, ετών επτά, μου θύμισε πολύ τον εαυτό μου όταν, αφού με έβαλε να του ορκιστώ πως θα του πω την αλήθεια, γιατί αν δεν του την πω εγώ που είμαι δασκάλα του ποιος θα του την πει, και, σας παρακαλώ κυρία, με ρώτησε, υπάρχει άγιος Βασίλης; κι εγώ τα μάσησα βέβαια, τι να του πω που να μην γυρίσει τον ουρανό του ανάποδα, και με διάφορες γαρνιτούρες του εξήγησα, πως μάλλον δεν υπάρχει, κι εκείνος:
«Μα τι λέτε κυρία. Αφού εγώ πέρσι άκουσα τα κουδουνάκια του.»
Ναι, έτσι ακριβώς,. Εντάξει λοιπόν. Κι εγώ, ναι, καλικάντζαρους έχω δει.
Και για του λόγου μου το αληθές, σας παραθέτω μια φωτογραφία καλικάντζαρου, ενός δεινού κλέφτη κουραμπιέδων, τραβηγμένη στον Ψηλορείτη, παραμονές Χριστουγέννων, δυό χρόνια πριν, ακριβώς.
Εύχομαι σε όλους χρόνια πολλά και γλυκά